- λαομίσητος
- η , ο [ος , ον ] презираемый народом, ненавистный народу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λαομίσητος — η, ο αυτός που είναι μισητός στο λαό: Ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ υπήρξε λαομίσητος βασιλιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαομίσητος — η, ο ο μισητός στον λαό («λαομίσητη δυναστεία») … Dictionary of Greek
δημεχθής — δημεχθής, ές (Α) λαομίσητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + εχθής < έχθος] … Dictionary of Greek
λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… … Dictionary of Greek